κουρείο

κουρείο
Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των γυναικών, έχουν εξελιχθεί σε εργαστήρια καλλωπισμού όπου, εκτός από την περιποίηση ή τη βαφή των μαλλιών, ειδικευμένοι υπάλληλοι ασχολούνται και με την περιποίηση και τη βαφή των νυχιών των γυναικών. Τα σύνεργα, εξάλλου, της κομμωτικής δεν περιορίζονται μόνο στα κλασικά, καθώς ο εξηλεκτρισμός και η τεχνική πρόοδος έχουν προσθέσει σε αυτά και άλλα τελειότερα. Ιστορία. Τα πρώτα κ. ήταν υπαίθρια και κινητά και μόνο γύρω στο 300 π.Χ. άρχισαν να στεγάζονται σε μεγάλες και κομψές αίθουσες με καθρέφτες και τα απαραίτητα εργαλεία για την περιποίηση του πελάτη. Οι αρχαίοι θεωρούσαν ντροπή ή ένδειξη πένθους το να είναι κανείς ακούρευτος. Στην αρχαία Ελλάδα στη μέση του κ. βρίσκονταν ο θρόνος, στον οποίο καθόταν ο πελάτης, και ένα τραπέζι με όλα τα σύνεργα (χτένες από μέταλλο, ξύλο, ελεφαντόδοντο ή χρυσό με ανάγλυφες παραστάσεις, ψαλίδια, ξυράφια, λεπίδες σε σχήμα μισοφέγγαρου, που ο κ. ακόνιζε σε πέτρα την οποία ύγραινε με το σάλιο του, λαβίδες, αρωματικά λάδια, αλοιφές, βαφές των μαλλιών κ.ά.). Στην περίπτωση που ο πελάτης κοβόταν με το ξυράφι, ο κ. χρησιμοποιούσε για φάρμακο ιστό αράχνης. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, ο Διονύσιος, τύραννος των Συρακουσών, φοβόταν σε τέτοιο βαθμό τα κ. και τους κουρείς, ώστε τον κούρευαν οι κόρες του. Όπως και στη σημερινή εποχή, εκτός από τα αντρικά, υπήρχαν και κ. για γυναίκες. Γνωστή κομμώτρια ήταν η Αρσινόη, στην Αλεξάνδρεια. Τα κ. εξελίχθηκαν αργότερα σε τόπους κοσμικών συγκεντρώσεων, όπου οι πελάτες περνούσαν τις ελεύθερες ώρες τους συζητώντας. Παραδοσιακό κουρείο στη Βαγδάτη (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το (ΑM κουρεῑον) [κουρεύω]
το κατάστημα τού κουρέα («ὁ δὲ πρὸς κουρεῑον, ὁ δὲ πρὸς σκυτοτομεῑον, ὁ δ' ὅποι ἂν τύχῃ», Λυσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κουρείο — το το κατάστημα του κουρέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Menis Koumandareas — Μένης Κουμανταρέας Born 1931 Athens, Greece Occupation Writer Nationality Greek …   Wikipedia

  • Koumandareas — Menis Koumandareas (griechisch Μένης Κουμανταρέας; * 1931 in Athen) ist ein griechischer Schriftsteller. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Literatur 4 Weblinks // …   Deutsch Wikipedia

  • Menis Koumandareas — (griechisch Μένης Κουμανταρέας; * 1931 in Athen) ist ein griechischer Schriftsteller. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Literatur 4 …   Deutsch Wikipedia

  • αβδελλάδικο — το [αβδέλλα] κατάστημα, συνήθως κουρείο ή φαρμακείο, όπου πουλάνε βδέλλες …   Dictionary of Greek

  • κορσωτήριον — κορσωτήριον, τὸ (Α) [κορσωτήρ] κουρείο …   Dictionary of Greek

  • μπαρμπέρικο — το [μπαρμπέρης] κατάστημα τού μπαρμπέρη, κουρείο …   Dictionary of Greek

  • μπαρμπεριό — και μπερμπεριό,το (Μ μπαρμπερεῑον και παρπερεῑο) [μπαρμπέρης] κουρείο, μπαρμπέρικο …   Dictionary of Greek

  • πωγωνοκουρείον — τὸ, Α κουρείο για το ξύρισμα τών γενιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων, ωνος «πιγούνι, γένι» + κουρεῖον] …   Dictionary of Greek

  • βαλανείο — Ονομασία με την οποία ήταν γνωστά στους αρχαίους τα λουτρά, καθώς και το σκεύος μέσα στο οποίο πλένονταν ή ετοίμαζαν το λουτρό. Τα β. των αρχαίων διέθεταν ζεστά και κρύα λουτρά, καθώς και ατμόλουτρα, και μπορούσαν να είναι δημόσιες ή ιδιωτικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”